- βαθουλωτός
- -ή, -όβλ. βαθουλός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαθουλωτός — ή, ό [βαθουλός] αυτός που έχει λίγο βάθος … Dictionary of Greek
αβαθούλωτος — η, ο [βαθουλωτός] αυτός που δεν είναι βαθουλωτός ή δεν έχει σκαφτεί για να γίνει βαθουλωτός … Dictionary of Greek
λαγαρός — ή, ό θηλ. και ά (AM λαγαρός, ά, όν) 1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν… … Dictionary of Greek
λικνοειδής — ές (Α λικνοειδής, ές) [λίκνον] νεοελλ. αυτός που μοιάζει με λίκνο κατά το σχήμα αρχ. 1. (κατά τον Ζωναρά και το λεξ. Σούδα) ρυπαρός 2. κοίλος, βαθουλωτός … Dictionary of Greek
κοίλος — η, ο 1. αυτός που έχει το εσωτερικό του άδειο, κούφιος. 2. βαθουλωτός: Το κάτοπτρο είναι κοίλο. 3. το ουδ., κοίλο ως ουσ., βαθούλωμα: Τραυματίστηκε στο κοίλο της παλάμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)